σκευοποιία

σκευοποιία
σκευοποιίᾱ , σκευοποιία
preparing of masks and other stage-properties
fem nom/voc/acc dual
σκευοποιίᾱ , σκευοποιία
preparing of masks and other stage-properties
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκευοποιΐα — ἡ, Α [σκευοποιός] κατασκευή προσωπίδων και άλλων αντικειμένων απαραίτητων για τη θεατρική σκηνή …   Dictionary of Greek

  • σκευοποιίας — σκευοποιίᾱς , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem acc pl σκευοποιίᾱς , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭСХИЛ —    • Aeschylus,          Αίσχύλος, афинянин из дема Елевсина, сын Евфориона, из благородной аттической фамилии, родился в ол. 63, 4 (525 г.), сражался при Марафоне, Саламине и Платее, 25 ти лет уже ставил драмы, соперничая с Пратиной, и с этих… …   Реальный словарь классических древностей

  • σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”